Νέα στοιχεία αναφορικά με τη γρίπη κατέθεσαν οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας, Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος στην εκδήλωση που έγινε με θέμα «100 χρόνια από την Ισπανική γρίπη: Σημερινά Δεδομένα και Προοπτικές» με αφορμή την νέα εποχική έξαρση της νόσου.
Ο ομότιμος καθηγητής Παθολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων, κ. Γεώργιος Σαρόγλου παρουσίασε δεδομένα επιπολασμού, διάγνωσης και θεραπευτικής αντιμετώπισης των κρουσμάτων της γρίπης επισημαίνοντας ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα έχουμε έξαρση του ιού της γρίπης με αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η περίοδος 2017-2018 παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να προβλεφθεί η πορεία του νοσήματος. Για παράδειγμα ο υπότυπος Α(Η3Ν2) του ιού επικράτησε τόσο στην Αυστραλία όσο και στις ΗΠΑ προκαλώντας μεγάλου βαθμού νοσηρότητα αλλά και μεγάλο αριθμό θανάτων. Στις ΗΠΑ υπολογίστηκε ότι ανέρχονται στις 80.000, στην Ευρώπη η περίοδος ήταν χαμηλής έως μέσης σοβαρότητας με επικράτηση κυρίως του τύπου Β της γρίπης.
Ενώ, η εμπειρογνώμονας σε θέματα Προετοιμασίας Δημόσιας Υγείας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων και Παρακολούθησης Νοσημάτων (ECDC) κ. Αγορίτσα Μπάκα, τόνισε ότι κατά την περίοδο γρίπης 2017-2018 επικράτησε ο ιός γρίπης τύπου Β (71,2%) και σε μικρότερο ποσοστό ο ιός τύπου Α (28,8%). Σε σχέση με την προηγούμενη, η περίοδος γρίπης 2017-2018, άρχισε το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2017, με σταδιακή αύξηση της δραστηριότητας της γρίπης, με κορύφωση το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2018 και σταδιακή μείωση μέχρι το τέλος της περιόδου επιτήρησης (Μάιος 2018). Κατά την περίοδο 2017-2018, καταγράφηκαν λιγότερα σοβαρά κρούσματα εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης και θανάτων (107 ασθενείς νοσηλεύθηκαν σε Μ.Ε.Θ. και 42 απεβίωσαν, ενώ την περίοδο 2016-2017 νοσηλεύθηκαν 276 ασθενείς σε Μ.Ε.Θ. και απεβίωσαν 108), ενώ παράλληλα η γενική θνησιμότητα παρέμεινε στα αναμενόμενα πλαίσια. Τα στελέχη γρίπης τύπου Β και A(H1N1)pdm09 που απομονώθηκαν δεν παρουσίασαν γενετικές μεταβολές σε σχέση με το στέλεχος του αντιγριπικού εμβολίου, ενώ τα αντίστοιχα τύπου A(H3N2) παρουσίασαν αντιγονική και γενετική ποικιλομορφία.
Στην Ευρώπη, η γρίπη κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ 31 λοιμωδών νοσημάτων για τις επιπτώσεις της στην υγεία του πληθυσμού, ενώ υπολογίζεται ότι 4-50 εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν κάθε χρόνο από γρίπη, από τους οποίους 15.000 – 70.000 χάνουν τη ζωή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην Ελλάδα, η ετήσια δραστηριότητα της γρίπης παρακολουθείται και αξιολογείται από το ΚΕΕΛΠΝΟ με συνδυασμό συστημάτων επιδημιολογικής επιτήρησης που λειτουργούν συμπληρωματικά και καλύπτουν την επιτήρηση σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, την καταγραφή των σοβαρών περιστατικών που απαιτούν νοσηλεία σε ΜΕΘ, την ιολογική επιτήρηση σε συνεργασία με τα Εθνικά Κέντρα Αναφοράς γρίπης και την επιτήρηση της γενικής θνησιμότητας.
Η γρίπη είναι το πιο συχνό νόσημα που προκαλεί επιδημίες και προλαμβάνεται με εμβολιασμό
Η γρίπη είναι μία νόσος που συνήθως εμφανίζεται ως απλή εμπύρετη ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού και για την οποία αρκεί η παραμονή στο σπίτι για 2 έως 3 ημέρες και η αποφυγή μετάβασης στο χώρο εργασίας. Σε ηλικιωμένους, ανοσοκατασταλμένους ή ακόμη και σε ανοσοεπαρκή άτομα, είναι δυνατόν να εξελιχθεί σε πνευμονία, οπότε απαιτείται η χορήγηση ειδικών αντιγριπικών φαρμάκων. Ενίοτε λόγω επιπλοκών, απαιτείται ακόμη και η εισαγωγή σε ΜΕΘ και η μηχανική υποστήριξη των ασθενών.
Ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης της νόσου και περιορίζει τη διασπορά του ιού στην κοινότητα, συμβάλλοντας αφενός μεν στη μείωση των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού, αφετέρου δε στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας και στην ομαλή κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα. Εκτός από τις ομάδες υψηλού κινδύνου πχ. άτομα άνω των 60 ετών, ασθενείς με χρόνια νοσήματα, νοσογόνος παχυσαρκία, έγκυες και λεχωίδες, ο εμβολιασμός συστήνεται σε όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 6 μηνών, με ιδιαίτερη έμφαση σε όσους βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με ευρύ κοινό σε κλειστούς χώρους όπως εκπαιδευτικοί, οδηγοί ταξί και ΜΜΜ, εργαζόμενοι σε χώρους εστίασης και φιλοξενίας. Παράλληλα, όλοι οι επιστήμονες υγείας και εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας θα πρέπει να εμβολιαστούν έναντι της γρίπης με στόχο την προστασία της υγείας τους αλλά και της υγείας των ασθενών τους.
Το σύνολο των συνταγογραφούμενων εμβολίων γρίπης κατά τη περίοδο 2017-2018 έφτασε τα 1,6 εκατομμύρια, ενώ τα σοβαρά περιστατικά στην Ελλάδα είναι τα χαμηλότερα που έχουν καταγραφεί από το 2009. Παρά το γεγονός της αύξησης σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, της εμβολιαστικής κάλυψης τόσο των επαγγελματιών υγείας όσο και του γενικού πληθυσμού, η πλειοψηφία των ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε Μ.Ε.Θ. ή που απεβίωσαν από εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη, δεν ήταν εμβολιασμένοι παρ' ότι ανήκαν σε ομάδες υψηλού κινδύνου καταδεικνύοντας έτσι τη σημασία ενίσχυσης του μηνύματος για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού και την επίτευξη περαιτέρω αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης.
Τα αντι-εμβολιαστικά κινήματα διαστρεβλώνουν την επιστήμη
Για τη διστακτικότητα μέρους της κοινωνίας απέναντι στον εμβολιασμό που παρατηρείτε τα τελευταία χρόνια μίλησε η αναπληρώτρια διευθύντρια του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας και Πνευμονολόγος, κ. Άννα Τζώρτζη. Όπως είπε, αυτή τη διστακτικότητα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη χαρακτηρίζει ως «άρνηση ή καθυστερημένη αποδοχή εμβολίων σε ένα περιβάλλον το οποίο παρέχει εμβόλια και υπηρεσία εμβολιασμών».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η κ. Τζώρτζη, πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα παγκόσμιας εμβέλειας, που δεν αφορά απαραίτητα σε άρνηση όλων ανεξαιρέτως των εμβολίων, αλλά μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη χώρα και τον πληθυσμό, τον τύπο του εμβολίου ή τη χρονική περίοδο, ενώ συχνά επηρεάζεται από την αδιαφορία, τον εφησυχασμό, ή την έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και επιστημονική κοινότητα.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «Η δεύτερη γενιά του διαδικτύου και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εναλλακτικές θεωρήσεις ζωής, καθώς και οι ατεκμηρίωτες, συχνά διαστρεβλωμένες, θεωρίες των αντιεμβολιαστικών κινημάτων αντιπροσωπεύουν το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον που συντηρεί τη διστακτικότητα απέναντι στους εμβολιασμούς με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη Δημόσια Υγεία».
Τα εμβόλια είναι το ισχυρότερο, αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο μέσο πρόληψης, νόσου, αναπηρίας και θανάτων. Η εκρίζωση και απομάκρυνση μεταδιδόμενων νόσων στηρίζεται στην επίτευξη της συλλογικής ανοσίας και απαιτεί εμβολιαστική κάλυψη σε ποσοστό μεγαλύτερο από 80-95% του πληθυσμού. Με την επιτυχή εφαρμογή εμβολιαστικών προγραμμάτων έχει σημειωθεί 98% μείωση των νοσημάτων που προλαμβάνονται με εμβόλια, στον αναπτυγμένο κόσμο.
Επιπλέον, οι επιστήμονες ανέφεραν ότι η δραματική μείωση των μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες, έχει δημιουργήσει στο κοινό την εσφαλμένη εντύπωση ότι έχει μειωθεί και η σοβαρότητα τους, αλλά και ο κίνδυνος μετάδοσης τους.
Οι νέες γενιές γονέων δεν έχουν έρθει σε επαφή, ούτε είναι επαρκώς ευαισθητοποιημένοι για τα νοσήματα που μπορούν να μεταδοθούν στα παιδιά τους αν δεν εμβολιαστούν και κάποιες φορές εκφράζουν διστακτικότητα και αμφισβήτηση. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουν είναι, ότι αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των εμβολίων εξασφαλίζεται από σύνθετη, πολυσταδιακή διαδικασία πολλαπλών ελέγχων κατά τη παραγωγή τους και πολλές φορές, ένα τυχαίο γεγονός που ακολουθεί κάποιον εμβολιασμό συνδέεται αιτιολογικά με το εμβόλιο, και ο λόγος είναι ότι η κοινωνία αναζητά την αιτία και την απόδοση ευθύνης, στο πλαίσιο διαχείρισης ενός δυσάρεστου συμβάντος.